- βαμβακένιος, -ια, -ιο
- βαμβακένιος, -ια, -ιο και μπαμπακένιος, -ια, -ιο αυτός που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι: Μ’ αρέσει να κοιμάμαι σε βαμβακένια μαξιλάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.