βαμβακένιος, -ια, -ιο

βαμβακένιος, -ια, -ιο
βαμβακένιος, -ια, -ιο και μπαμπακένιος, -ια, -ιο αυτός που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι: Μ’ αρέσει να κοιμάμαι σε βαμβακένια μαξιλάρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαμβακερός — βαμβακερός, ή, ό και μπαμπακερός, ή, ό 1. ο βαμβακένιος: Οι βαμβακερές κάλτσες είναι οι καλύτερες για το καλοκαίρι. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βαμβακερά ρούχα και είδη από μπαμπάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”